- κάτοινος
- κάτοινοςdrunken with winemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάτοινος — κάτοινος, ον (Α) 1. μεθυσμένος («ἔμφρον ἤ κάτοινον ὄντα;», Ευρ.) 2. επιρρεπής στην οινοποσία, φιλοπότης 3. αυτός που έχει το χρώμα τού οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οινος (< οἶνος), πρβλ. έν οινος, πάρ οινος] … Dictionary of Greek
κάτοινον — κάτοινος drunken with wine masc/fem acc sg κάτοινος drunken with wine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοίνους — κάτοινος drunken with wine masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτοινα — κάτοινος drunken with wine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτοινοι — κάτοινος drunken with wine masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)